- καλυβόσπιτο
- τομικρό σπίτι που μοιάζει με καλύβι: Γκρέμισε αυτό το καλυβόσπιτο και φτιάξε κάνα καλύτερο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καλυβόσπιτο — το μικρό και φτωχικό σπίτι που μοιάζει με καλύβα, αλλ. σπιτοκάλυβο. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλύβα + σπιτο (< σπίτι), πρβλ. κουκλό σπιτο, νοικοκυρό σπιτο] … Dictionary of Greek
Σιριονό — Φυλή Ινδιάνων, που κατοικούν στα τροπικά δάση της Ανατολικής Βολιβίας. Η γλώσσα τους ανήκει στην οικογένεια των Τουπιγκουαρανικών γλωσσών. Διατηρούν τη λατρεία διάφορων πνευμάτων. Οι Σ. είναι χωρισμένοι σε νομαδικές κοινότητες από 30 έως 120… … Dictionary of Greek